- ηδύποτο
- Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης (κατά την οποία οι αρωματικές ουσίες παραλαμβάνονται με απόσταξη των σωμάτων στα οποία περιέχονται), η μέθοδος της έγχυσης (όπου χρησιμοποιείται ως διαλυτικό μέσο η αλκοόλη) και η μέθοδος της προσθήκης αρωματικών ουσιών και αβλαβών φυσικών ή συνθετικών χρωστικών σε μείγματα αλκοόλης, νερού και ζάχαρης, που είναι και η πιο συνηθισμένη. Ανάλογα με την ποσότητα ζάχαρης που περιέχουν, τα η. διακρίνονται σε πυκνά η. (περισσότερο από 3 κιλά ζάχαρης σε 10 λίτρα υγρού), σε κοινά η. (1-3 κιλά ζάχαρης σε 10 λίτρα υγρού) και σε αποστάγματα ή αλκοολούχα ποτά. Το οινόπνευμα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή των η. πρέπει να είναι 90-95 βαθμών, λευκό, καθαρό και τελείως απαλλαγμένο από ζυμέλαια, ενώ το νερό πρέπει να είναι καθαρό (κατά προτίμηση απεσταγμένο) και η ζάχαρη καθαρή, ψιλή και άσπρη. Τα εκλεκτά η. παρασκευάζονται με χρησιμοποίηση γλυκού κρασιού, αποστάγματος κρασιού κλπ. και τα η. φρούτων με προσθήκη χυμού φρούτων στο μείγμα αλκοόλης, νερού και ζάχαρης (π.χ. η. κερασιού, η. πορτοκαλιού κ.ά.). Στο εμπόριο τα η. έχουν διάφορες ονομασίες ανάλογα με την ποσότητα, τη γεύση, το χρώμα, το άρωμα που έχουν, για παράδειγμα, βενεδικτίνη, μέντα, τσέρι, μόκα κλπ. Τo η. ονομάζεται επίσης λικέρ και ροσόλι.
* * *το (Α ἡδύποτος, -ον)αυτός που πίνεται ευχάριστα, γλυκός στη γεύση («ἡδύποτος οἶνος», Ομ. Οδ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ηδύποτοοινοπνευματώδες ποτό που περιέχει οινόπνευμα με χυμό καρπών και ζάχαρη, το λικέραρχ.η ηδυπότις*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -πότος (< πίνω) πρβλ. α-κατά-ποτος, ολιγό-ποτος].
Dictionary of Greek. 2013.